- υποθλώ
- -άω, Ασπάζω κάτι ελαφρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek
υπόθλασμα — άσματος, τὸ, Μ [ὑποθλῶ] τεμάχιο οστού που έχει σπάσει … Dictionary of Greek